16/1/16

ΤΟ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑ ΤΗΣ ΑΜΕΣΟΤΗΤΑΣ

Ελληνικές Ιδεοληψίες...συνέχεια....αμεσότητα...
«Εγώ είμαι στρατιωτικός και τα λέω τσεκουράτα!» Αυτή τη φράση
επαναλάμβανε συνεχώς ένας απόστρατος συνταγματάρχης στην πα­
λιά και μεγάλη επιτυχία του ελληνικού κινηματογράφου Η δε γυνή να
φοβείται τον άνδρα. Κι επειδή η ταινία ήταν κωμωδία, η δήλωσή του
παρέμεινε χωρίς αντίκρισμα. Όταν δεν απευθυνόταν στην αρσενική
παρέα του αλλά μιλούσε παρουσία της συζύγου του, ο λόγος του γεν­
ναίου συνταγματάρχη σκόνταφτε, γινόταν έμμεσος, κι εκείνο που
πραγματικά ήθελε να πει κρυβόταν πίσω από περιστροφές, δισταγ­
μούς και υπεκφυγές.
Για να μπούμε στο θέμα μας, η υπόσχεση που έδωσε και δεν μπό­
ρεσε να τηρήσει ακούει στο όνομα «αμεσότητα». Τι σημαίνει αυτή η
λέξη όλοι το γνωρίζουμε και όλοι τη χρησιμοποιούμε

χωρίς ιδιαίτε­ρες δυσκολίες στην καθημερινή μας ομιλία. Αν θελήσουμε όμως να πάμε πιο πέρα από τη συνήθη χρήση της, αποδεχόμενοι την παραί­
νεση του Πλάτωνα: «Πρώτον γαρ, ως φησί Πρόδικος περί ονομάτων
ορθότητος μαθείν δει», τα πράγματα περιπλέκονται. Κι αυτό επειδή
στην προσπάθειά μας να ορίσουμε τη σημασία της συγκεκριμένης
λέξης θα υποχρεωθούμε να την προσεγγίσουμε μέσα από κάποιες άλ­
λες, με τις οποίες τη συνδέει ένα είδος συγγένειας. Ας πούμε λοιπόν,
μιλώντας μεταφορικά, ότι η αμεσότητα είναι το επώνυμο μιας πολυ­
μελούς οικογένειας όπου συνυπάρχουν η ειλικρίνεια, η γνησιότητα,
η αυθεντικότητα, το φυσιολογικό, το ζωντανό, η αυθορμησία, το συ­
γκεκριμένο, η απλότητα. Κάθε μέλος έχει διακριτή προσωπικότητα,
αλλά για να το γνω ρίσουμε θα πρέπει πρώτα να συστηθούμε με όλα
τα υπόλοιπα. Και σ ε αντίθεση με την κυριολεκτική οικογένεια, οι
σ χέσεις μεταξύ τους είναι πάντα ρευστές και επίμαχες. Δηλαδή, κα­
νείς δεν μπορεί να καθορίσει τελεσίδικα το βαθμό συγγένειας, ή το
ποιοι οι ανιόντες και ποιοι οι κατιόντες. Επιπλέον, η διάκριση ανά­
μεσα στα νόθα και τα γνήσια τέκνα δεν είναι πάντα εύκολη, ενώ αμ­
φισβητούνται πατρότητες και μαίνονται αντιδικίες περί τα κληρονο­
μικά. Υπάρχει όμως κάτι σίγουρο και σταθερό που τους ενώνει: η
αντιπαλότητα με μια άλλη οικογένεια, εξίσου πολυμελή, η οποία κα­
τοικεί στον ίδιο δρόμο αλλά ακριβώς απέναντι, και ακούει στο όνο­
μα «διαμεσολάβηση».
Ο ι ανωτέρω αρχικές επισημάνσεις έγιναν για να σας πω έμμεσα
ότι το πρόβλημα της αμεσότητας είναι αχανές και ότι δεν διαθέτω
ούτε το χρόνο αλλά ούτε και τις γνώσεις να το πραγματευτώ στο σύ­
νολό του. Επικαλούμενος λοιπόν τον τίτλο του συμποσίου «Μύθοι
και ιδεολογήματα στη σύγχρονη Ελλάδα», θα περιοριστώ σ την καθ’
ημάς παραλλαγή της, απομονώνοντας κάποιες διαστάσεις τις οποίες
θεωρώ όχι μοναδικές αλλά σημαντικότερες. Και αφού εκτεθούν τα
βασικά χαρακτηριστικά της αμεσότητας, όπως την καταλαβαίνουμε
στην Ελλάδα, θα έρθει η ώρα των ενστάσεων και της κριτικής.
Ας αρχίσουμε με την παρατήρηση ότι η αμεσότητα είναι μια ιδιό­
τητα την οποία αποδίδουμε κατά κανόνα στον απλό άνθρωπο, αλλά
-και αυτό ας μη θεωρηθεί τυχαίο - στον απλό άνθρωπο που δεν ζει
στην πόλη αλλά στο χωριό. Φαίνεται πως η εννοιολογική οικογένεια
της αμεσότητας, όπως και οι περισσότερες νεοελληνικές οικογένειες
εξάλλου, έχει τις ρίζες της στην επαρχία. Οι ιστορικοί, οι κοινωνιο­
λόγοι και οι ανθρωπολόγοι μπορούν πολλά να μας πουν για το τι ση­
μαίνει αυτή η καταγωγή. Αλλά απόψε μας ενδιαφέρουν τα βασικά
στοιχεία τα οποία συγκροτούν την έννοια της αμεσότητας, στο μέτρο
που μπορεί κανείς να τη διακρίνει από την κάθε συγκεκριμένη λ ει­
τουργία της. Ένα τέτοιο στοιχείο είναι η εγγύτητα. Θα πρέπει όμως
να προσέξουμε κάτι πολύ σημαντικό για το θέμα μας: η εγγύτητα
αυτή δεν σημαίνει μόνο κατάργηση της απόστασης - σημαίνει κυ­
ρίως απουσία οποιοσδήποτε παρεμβολής. Ο χωριάτης, σε αντίθεση
με τον κάτοικο της πόλης, βρίσκεται κοντά στη φύση, την πιάνει κυ­
ριολεκτικά με τα χέρια του, και κατά μια έννοια αποτελεί μέρος της.
Η εγγύτητα όμως δεν περιορίζεται σ τις σχέσ εις με τα πράγματα γύρω
του, αλλά χαρακτηρίζει επίσης την απεικόνιση του εσωτερικού του
κόσμου: τα αισθήματά του συμπίπτουν με την έκφρασή τους, οι σκέ­
ψεις με τα λόγια του. Ο χωριάτης δεν ξέρει «τρόπους», και με τις δύο
αποδοχές της λέξης. Δηλαδή δεν φιλτράρει τις αντιδράσεις του μέσα
από έναν κώδικα καλής συμπεριφοράς, και γι’ αυτό μας φαίνεται άξε­
στος. Επιπλέον δεν έχει μάθει πώς να χρησιμοποιεί διάφορα ρητορι­
κά τεχνάσματα για να επικρατήσει σε έναν κόσμο σύνθετο και αντα­
γωνιστικό. Και γι’ αυτό μας φαίνεται άδολος ή μάλλον απονήρευτος.
Με άλλα λόγια, ο χωριάτης είναι άμεσος επειδή δεν έχει μολυνθεί
από τη διαμεσολάβηση.
Η οποία, όπως είπαμε, είναι η οικογένεια που τη βρίσκουμε πάντα
να κατοικεί απέναντι από την αμεσότητα. Στην Ελλάδα όμως συνέβη
κάτι ιδιότυπο: η διαμεσολάβηση έγινε αντικείμενο έντονης αντιδι­
κίας, όχι ως έννοια αυτή καθαυτήν, αλλά ως γλώσσα που οι κρατούντες
προσπάθησαν να επιβάλουν άνωθεν - στην Ελλάδα η διαμεσολάβηση,
ορκισμένος εχθρός της αμεσότητας, ταυτίστηκε έμμεσα με την καθα­
ρεύουσα. Γιατί αν βάλουμε στην άκρη όλες τις λεπτομέρειες μιας δια­
μάχης που κράτησε επί δύο αιώνες σχεδόν, και αν συμπυκνώσουμε το
θεμελιώδες επιχείρημα των δημοτικιστών, φτάνουμε στο εξής απλό:
όταν σου έρχεται να πεις «μάτι», μη λες «οφθαλμός». Αυτό το «σου έρ­
χεται», δηλαδή η αμεσότητα με την οποία μιλάμε τη δημοτική, θεω­
ρήθηκε τόσο αυτονόητο, ώστε οι περισσότεροι δεν σκέφτηκαν από
πού σου έρχεται και πού μπορεί να σε πάει.
Οι ρίζες στην επαρχία δεν είναι το μόνο κοινό στοιχείο που συν­
δέει την εννοιολογική οικογένεια της αμεσότητας με την κυριολε­
κτική εκδοχή της. Υ άρχει και ένα άλλο: η τάση να στέλνουν τα παι­
διά τους να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Έτσι λοιπόν, στη δεκαετία
του ’30 κάποιοι νέοι και ευφυείς δημοτικιστές επέστρεψαν εκ Παρι-
σίων με τις απαιτούμενες δεξιότητες για να επινοήσουν μια φιλόδο­
ξη σύνθεση που θα περιλάμβανε και θα εναρμόνιζε όλα τα σημαντι­
κά αισθητικά και εθνικά διακυβεύματα της εποχής. Και το πέτυχαν.

Ή ταν η περιλάλητη «γενιά του ’30» με ηγήτορα το Σεφέρη. Ξεκινώ­
ντας από τις αισθητικές επιταγές του αγγλοσαξονικού (κυρίως) μο­
ντερνισμού, οι νέοι λογοτέχνες αξιοποίησαν μία μία τις έννοιες που
απαρτίζουν την οικογένεια της αμεσότητας. Αυτοί καθιέρωσαν την
εικόνα του λαϊκού ανθρώπου, που θεωρείται σχεδόν αυτονόητη ακό­
μα και σήμερα: είναι η ενσάρκωση της αμεσότητας, επειδή μιλάει
αυθόρμητα τη ζωντανή μας λαλιά, η οποία έχει την ικανότητα να κα­
θρεφτίζει την αλήθεια των πραγμάτων. Επίσης, ως αγράμματος, δεν
προσλαμβάνει τον κόσμο μέσα από αφηρημένες γενικεύσεις, αλλά
έχει την τάση να μιλάει σ υγκεκριμένα και απλά.
Η γενιά του ’30, όμως, προχώρησε ακόμα περισσότερο. Όπως εί­
παμε ήδη, ο άδολος άνθρωπος δεν συνδιαλέγεται άμεσα με τη φύση
μόνο, αλλά χαρακτηρίζεται και από μια εσωτερική αμεσότητα, εφό­
σον διατυπώνει τη σκέψη του και εκφράζει τα αισθήματά του ως
έχουν, δηλαδή με απόλυτη ειλικρίνεια. Αυτή λοιπόν η εσωτερική
αμεσότητα επιστρατεύτηκε για να φωτίσει την εθνική μας συνέχεια.
Ο αγράμματος, επειδή δεν τον έχει μολύνει η τεχνητή καθαρεύουσα
και η επαφή με τους ξένους, εκφράζει πιο άμεσα από τους μορφωμέ­
νους τη γνήσια ελληνικότητα, η οποία, σύμφωνα με τη γενιά του ’30
και με ένα άλλο εξίσου διαδεδομένο ιδεολόγημα, είναι ουσιαστικά
διαχρονική. Έτσι ο λαϊκός άνθρωπος έγινε και αυθεντικά Έλληνας.
Οπως έλεγε ο Σεφέρης: «αυτοί οι αγράμματοι συνεχίζουν πολύ πιο πι­
στά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα από την απέραντη ρητορεία των κα­
θαρολόγων». Το μήνυμα που έστειλε η γενιά του ’30 ήταν ότι η αμε­
σότητα λειτουργεί και ως έμμεση επιβεβαίωση του Παπαρρηγόπου-
λου. Έτσι την εκπροσώπησε υποδειγματικά ο Μακρυγιάννης. Ας θυ­
μηθούμε τον διόλου τυχαίο τίτλο που διάλεξε ο Σεφέρης: «Ένας
Έ λληνας - ο Μακρυγιάννης».
Μετά την υψηλή σύνθεση της γενιάς του ’30, η αμεσότητα άρχι­
σε να ευτελίζεται. Την ολοένα και μεγαλύτεοη επαφή με τον έξω κό­
σμο -μόνο τον τουρισμό να σκεφτούμε- έπρεπε κάπως να την προ-
σλάβουμε μέσα από τις δικές μας καθησυχαστικές κατηγορίες. Με
αποτέλεσμα ο Έλληνας, κι αυτή τη φορά όχι μόνο ο χωριάτης, να γί­
νει ο ειλικρινής, ο γνήσιος, ο αυθεντικός, ο ζωντανός, ο φυσικός και
ο αυθόρμητος, σε σύγκριση με τους αποδοτικούς, εύπορους και ευ­νομούμενους πλην όμως έμμεσους δυτικούς. Όπως και η φέτα, η αμε­
σότητα αναγορεύτηκε προϊόν με κατοχυρωμένη τοπική προέλευση,
για το οποίο δικαίως είμαστε υπερήφανοι. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται
να τονίσω την αντισταθμίζουσα αυτοκολακεία. Έτσι η αμεσότητα
έγινε ένα από τα πιο διαδεδομένα και ισχυρά ιδεολογήματα στη ση­
μερινή Ελλάδα.
Νομίζω ότι εναντίον της αμεσότητας, όπως αυτή ορίστηκε και
λειτούργησε στον τόπο μας, πρέπει να εγερθούν πολλές και διάφο­
ρες αντιρρήσεις, οι οποίες αποτελούν εξειδικεύσεις μιας γενικής έν­
στασης που συνοψίζεται ως εξής: ο λόγος περί αμεσότητας, για να
μπορέσει να την ανακαλύψει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα του
Έλληνα, αναγκάζεται να αποκρύψει τη διαμεσολάβηση από τα θεω­
ρητικά, κοινωνικά και ιστορικά συμφραζομένα, μέσα στα οποία την
κατασκευάζει. Δηλαδή η αμεσότητα δεν αποτελεί τόσο ιδιότητα του
υπό εξέταση υποκειμένου, του Έλληνα, όσο του ιδεολογικού τρόπου
με τον οποίο συλλαμβάνει τον εαυτό του. Κι επειδή όλα τούτα ακού-
γονται -και είναι- αφηρημένα, ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα και
πιο αναλυτικά.
Κατ’ αρχάς, η ταύτιση της αμεσότητας με το λαϊκό άνθρωπο φαί­
νεται αυτονόητη, αλλά η ιστορία μάς διδάσκει το αντίθετο. Στην
Αγγλία του 17ου αιώνα, η αμεσότητα δεν ταυτίστηκε με τους αγράμ­
ματους αλλά με την αριστοκρατία. Δηλαδή οι αριστοκράτες, για να
διαφοροποιηθούν από τους ανερχόμενους αστούς και να διατηρή­
σουν την υπεροχή τους, ισχυρίστηκαν ότι η «πολιτισμένη» συμπερι­
φορά, που συμπυκνώνεται στην έννοια του gentleman, ήταν κάτι το
οποίο τους ερχόταν άμεσα και φυσιολογικά -όπως έρχεται σ’ εμάς να
πούμε «μάτι» και όχι «οφθαλμός»-, σε αντίθεση με τους νεόπλου­
τους, οι οποίοι έπρεπε να το διδαχθούν και στη συνέχεια να το ανα­
παράγουν τεχνητά. Βλέπουμε λοιπόν ότι σε μια διαφορετική ιστορι­
κή στιγμή οι όροι αντιστρέφονται. (Σταθερή παραμένει μόνο η αρχι­
κή υπόθεση ότι το φυσικό υπερέχει του τεχνητού, που κι αυτή θα απο­
δειχτεί ιδεολογική κατασκευή και όχι διαχρονική αλήθεια.)
Μήπως όμως έτσι εισάγουμε στη συζήτηση συμφραζόμενα που
δεν ισχύουν στη δική μας περίπτωση; Μα αυτό είχε ήδη συμβεί για
να ξεκινήσει η συζήτηση. Οι Έλληνες διανοούμενοι και λογοτέχνες
δεν ανακάλυψαν άμεσα ένα ωραίο πρωί ότι οι αγράμματοι συμπα­
τριώτες τους ήταν φορείς μιας αδιαμφισβήτητης αρετής. Είχε προη-
γηθεί η αποδοχή της εννοιολογικής ενδοχώρας του πρώιμου κυρίως
δυτικού ρομαντισμού, δηλαδή λατρεία της φύσης και του φυσιολογι­
κού, εκφραστική και συναισθηματική ειλικρίνεια, απόρριψη της
αφηρημένης αθροιστικής γενίκευσης προς όφελος του απτού, του ορ­
γανικού και του συγκεκριμένου. Εκτός όμως από τον Ρουσώ βοήθη­
σε και ο Χέρντερ, ο οποίος ανέθεσε στο λαϊκό άνθρωπο το ρόλο του
εθνικού θεματοφύλακα - στο χωριάτη όμως, και όχι στον όχλο των
πόλεων. Με άλλα λόγια, οι δικοί μας έψαξαν για κάτι που οι ξένοι
τούς είχαν ήδη πει ότι αφενός υπάρχει και αφετέρου είναι πολύτιμο.
'Οποιος ψάχνει υπό αυτές τις συνθήκες πάντα βρίσκει. Μήπως
λοιπόν οδηγούμαστε έτσι σε έναν άκρατο σχετικισμό, όπου όλοι δια­
φωνούν με όλους και όλοι έχουν δίκιο; Η απάντηση είναι αρνητική,
στη συγκεκριμένη τουλάχιστον περίπτωση, επειδή ο λόγος περί αμε­
σότητας προσκρούει σε κάποια κεκτημένα της γνώσης μας. Εδώ αξί­
ζει να θυμηθούμε όσα έχει πει ο Τάσος Χριστίδης, που σήμερα τιμά­
με τη μνήμη του, περί «γείωσης» του λόγου μας στην ιστορία και την
πραγματικότητα. Γιατί μπορεί στα τέλη του 18ου αιώνα να μην το
ήξεραν, αλλά ακόμα και στη δεκαετία του ’30, πόσο μάλλον σήμερα,
ήταν ήδη γνωστό ότι οι «απλοί» άνθρωποι αγνοούν μεν τους νέους
κώδικες, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως εκφράζονται ή σκέφτονται
«άμεσα». Αντίθετα, έχουν τους δικούς τους, οι οποίοι είναι μερικές
φορές απίστευτα περίπλοκοι, όπως ανακάλυψαν οι εθνολόγοι και οι
λαογράφοι. Όλα αυτά δείχνουν ότι ο λόγος περί αμεσότητας, όπως
την καταλαβαίνουμε σήμερα, δεν προκύπτει «αμέσως», αλλά παρά-
γεται μέσα από μια διαδικασία αντιφατική, περίπλοκη και έμμεση.
Δηλαδή προϋποθέτει -λανθασμένα- ότι ο ισχύων κώδικας είναι μο­
ναδικός και απόλυτος, παραβλέποντας το αδιαμφισβήτητο γεγονός
ότι λειτουργούν και άλλοι, παράλληλοι ή προγενέστεροι. Έ τσι κα­
ταλήγουμε να θεωρούμε «άμεσο» όχι ό,τι αρνείται οποιαδήποτε δια-
μεσολάβηση ή σύμβαση -τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει- αλλά ό,τι δεν
συμμορφώνεται με τις δικές μας συμβάσεις. Με άλλα λόγια, η αμε­
σότητα απολυτοποιεί πρώτα τη διαμεσολάβηση που συγκροτεί εμάς
ως κοινωνικά υποκείμενα, για να μπορέσει στη συνέχεια να κατα­
σκευάσει τον άδολο χωρικό. Να τι εννοούσα προηγουμένως όταν
είπα ότι η αμεσότητα δεν αποτελεί ιδιότητα του Νεοέλληνα, αλλά
του τρόπου με τον οποίο ο Νεοέλληνας σκέφτεται ιδεολογικά τον
εαυτό του.
Ανάλογα αντιφατική είναι και η στάση όσων πιστεύουν στην αμε­
σότητα όταν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα του χρόνου. Ο λόγος τους
είναι πάντα ελεγειακός, νοσταλγικός. Οι άνθρωποι οι οποίοι εννοούν
ό,τι λένε και εκφράζουν άμεσα τα αισθήματά τους έχουν πεθάνει ή θε­
ωρούνται είδος υπό εξαφάνιση, εφόσον ζουν σ’ έναν κόσμο που δεν
τους καταλαβαίνει, όπως ο Μακρυγιάννης. Η άμεση παρουσία, δηλα­
δή η ικανότητα να δηλώνουν καθαρά αυτό ακριβώς που θέλουν να δη­
λώσουν δίχως παρεμβολές και διαμεσολαβήσεις, είναι πάντα απούσα
τη στιγμή που την ανακαλύπτουμε. Έχει παρέλθει. Γιατί; Απλού­
στατα, η αμεσότητα είναι δική μας κατηγορία, όχι δική τους. Το ίδιο
ισχύει και για τις παραδοσιακές κοινωνίες, οι οποίες γίνονται παρα­
δοσιακές μόνο στα μάτια εκείνων που έχουν πάψει να σκέπτονται
έτσι, επειδή έχουν ήδη περάσει στη νεωτερικότητα. Με άλλα λόγια,
η αμεσότητα, δηλαδή το απόλυτο παρόν, ανήκει πάντα στο παρελθόν.
Και κάτι τελευταίο. Έχει τεράστια σημασία ότι στην Ελλάδα ο
λόγος περί αμεσότητας διακινήθηκε κυρίως από λογοτέχνες, και μά­
λιστα από δημοτικιστές λογοτέχνες, οι οποίοι είχαν έρθει σε επαφή
με το μοντερνισμό. Αυτό μας αναγκάζει να επισκεφτούμε, βιαστικά
δυστυχώς, το χώρο της αισθητικής. Εδώ βλέπουμε τις ιδιότητες που
απόδόθηκαν στον απλό άνθρωπο -ειλικρίνεια , ζωντάνια, γνησιότη­
τα, εγγύτητα στα πράγματα και, κυρίως, ευκρίνεια και ακριβολογία,
που σημαίνει αποφυγή της περιττής λέξης, της ρητορείας και του
αφηρημένου-, βλέπουμε όλα αυτά να αναγορεύονται ύψιστες αρετές
της νέας ποιητική ς γραφής. Σε τούτο το σημείο έγινε η συνάντηση
του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού με το Σεφέρη και τη γενιά του ’30.
Λέω «συνάντηση», δεν λέω «σύγκλιση», επειδή όχι μόνο οι αφετη­
ρίες τους αλλά και οι τελικοί τους προορισμοί ήταν διαφορετικοί.
(Θέμα τεράστιο, αλλά όχι της παρούσης.) Όσον αφορά τη γλώσσα
πάντως, στο όριο του μοντερνισμού έφτασε ο Έζρα Πάουντ, με τη θε­
ωρία του για το κινεζικό ιδεόγραμμα, το οποίο υποτίθεται ότι δεν εί­
ναι ένα αυθαίρετο γλωσσικό σημείο, εφόσον παρουσιάζει άμεσα το
αντικείμενό του. Στην Ελλάδα η πολεμική κατά της έμμεσης καθα­
ρεύουσας εξουσιοδότησε το Δελμούζο και το Σεφέρη να αποδώσουν
στη δημοτική μια ανάλογη ικανότητα να απεικονίζει και τα αισθή-
ματά μας και τον κόσμο με αμεσότητα και ακρίβεια. Φυσικά είχαν
άδικο. Οι ειδικοί έδειξαν ότι ο Πάουντ βιάστηκε να βγάλει συμπε­
ράσματα για μια γλώσσα την οποία γνώριζε πλημμελώς, ενώ η ιδέα
ότι η διαύγεια της δημοτικής μάς παρουσιάζει τον κόσμο όπως ακρι­
βώς είναι ακούγεται αφελής και ουτοπική σήμερα, όταν όλοι ξέρου­
με ότι η γλώσσα, ακόμα και η ελληνική -κι ας λέει ο Σεφ έρης-, ως
υπέρτατη διαμεσολάβηση καθιστά εντελώς αδύνατη την άμεση πρό­
σβαση στα πράγματα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Κατ’ αρχάς σημαίνουν ότι η αντιδικία
ανάμεσα στην αμεσότητα και τη διαμεσολάβηση ισχύει. Η πρώτη θέ­
λει να αντικρίσει καθαρά τον κόσμο, τον εξωτερικό και τον εσωτε­
ρικό, αλλά η δεύτερη δεν την αφήνει. Θα ήταν όμως λάθος, ή μάλλον
υπεραπλούστευση, να μείνουμε σε αυτή τη γενική διατύπωση που
υποβάλλει την ιδέα δύο διακριτών και αντίρροπων τάσεων, εκ των
οποίων η μία ή η άλλη θα επικρατήσει. Όπως είδαμε, τα πράγματα εί­
ναι πιο περίπλοκα. Διότι η διαμεσολάβηση, ως γλώσσα, αναιρεί το
αίτημα της αμεσότητας τη στιγμή ακριβώς που διατυπώνεται. Δηλα­
δή δεν στέκεται εμπόδιο μόνο στην ατελέσφορη φιλοδοξία της αμε­
σότητας, αλλά πιο ύπουλα -το είδαμε κι αυτό- την έχει ήδη εμμέσως
εξουσιοδοτήσει, με την έννοια ότι αποτελεί αναγκαία προϋπόθεσή
της. Μοιάζει λοιπόν η αντιπαλότητά τους με εναγκαλισμό παλαι­
στών. Επανερχόμενοι στο αρχικό μεταφορικό σχήμα, θα πρέπει ίσως
να αμφισβητήσουμε την ύπαρξη του δρόμου που τις χωρίζει. Θέλω να
πω ότι η διαμεσολάβηση δεν κατοικεί απέναντι από την αμεσότητα,
αλλά στο ίδιο σπίτι. Η παρουσία της, μολονότι απαραίτητη, εκλαμ­
βάνεται ως εχθρική, και η μεταξύ τους διαμάχη δεν είναι τίποτε άλλο
παρά μια προσπάθεια της αμεσότητας να της κάνει έξωση. Προσπά­
θεια που αποβαίνει πάντα μάταια. Και έτσι εξηγείται γιατί όποιος νο­
μίζει πως είναι ικανός να υποσχεθεί ότι θα μιλήσει άμεσα και τσε-
κουράτα, είναι επίσης καταδικασμένος να μην τηρήσει την υπόσχε­
σή του. Σαν τον απόστρατο συνταγματάρχη που λέγαμε σ την αρχή.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙANNOYΛΟΠΟΥΛΟΣ
Επιστημονικό Συμπόσιο
Μύθοι και ιδεολογήματα στη σύγχρονη Ελλάδα
23-24/11/2005

Άμυνα και Τεχνολογία

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου